ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΕΣ
ΕΠΟΧΕΣ εκδόσεις ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ
Ματθαίος
Ματθαιάδης (πρώτη ποιητική σπορά)
Προ της αναγνώσεως
του έργου
Ξοδεύτηκε η
ψυχή του ποιητή μέχρις ότου απορροφήσει νέους ανθρώπινους πνιγμούς για να
πλαγιάσει και πάλι με τα γράμματα. Τώρα, είν’ η ώρα.
Μαγκιά του
ποιητή, (χρέος ίσως θα ‘λεγε ο ίδιος, αν
τον ρωτούσες) οι αναφορές, κατά καιρούς, στις ρίζες του. Για τις Πατρίδες, που
βιάζει καθημερινά η μοδάτη αποκαθήλωση των αξιών, απ’ όλους μας. Κατάστασις, σύμφυτη της ανημποριάς και του παρασιτισμού μιας μερίδας επίδοξων
καλαμαράδων που δε βλέπουν τίποτε πέραν της ρινός των.
Θαυμάζω τον
ποιητή που γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του, τα ατσαλάκωτα κοκόρια του
καιρού του, και επιδίδεται στο πολύ του λίγου.
Γουστάρω, τον
ποιητή Ματθαιάδη, γιατί αγαπάει τη μάνα του, τη γη του, τα οστά του προπάππου
του. Πιστέψτε με, οι ποιητές δε θ’ αλλάξουν τίποτε απ’ αυτόν τον κόσμο, αν δεν
αναγνωρίσουν τη μάνα τους που τους γέννησε, ως βιολογική.
Προτείνω τούτη
την έκδοση γιατί τα ξένα σωσίβια, γίνονται δικά μας, αρκεί να απλώσουμε το χέρι.
ακολουθούν τρία ποιήματα του συγγραφέα:
Eξασθενώ
Σκόρπια
φέρετρα
τα στίγματα
της λέξης
φορούν
στεφάνια
κόκκινης
νύχτας
Aντάμα με τον
θάνατο απόψε
κερνά τα χείλη
του ματαίου
Φωτιά στο
δάσος μνήμης άθλιας
με λύκων
ουρλιαχτά
Ραψωδία
στρώνει τον
δρόμο σε άγνωστη μέθη
Ακολουθεί τα
χνάρια
χρόνου περασμένου
και γίνεται
τύμπανο
υστερικός
χορός κλονισμένης στιγμής
Στην Παγωμένη
τούντρα της Τσουκόν
γέρνει τα
δάχτυλα ο χρόνος
σκάβει στο
γέρμα ο ιθαγενής
φορά τομάρι
τάρανδου την νύχτα
και εύχεται η
προσευχή να φτάσει
σε έναν τόπο
που μόνο φως και ήλιος θα την λούζει
Εξασθενώ ...
Θα πεθάνω μια
μέρα
σε ένα μέρος
τόσο ξένο
Θα σβήσω το
φως
και θα αιωρηθώ
πάνω από τα γαλάζια παγόβουνα
Αγοραπωλησίες
Υποθέτω πως
εκείνα τα δύο κάρβουνα
αποκτούν την
λάμψη της αψιάς μυρωδιάς
όταν καλύπτει
το μαύρο πέπλο
ρυτίδες
ασφάλτινες
Η ανοιχτή στοά
υποδέχεται διακριτικά τα σπίρτα
που κυλούν
στην διακορευμένη φλέβα
ενώ απέναντι
αγοράζονται κοινοποιήσεις
Μια αόριστη
οριοθέτηση
που παραβιάζει
κανόνες ευπρέπειας στο παρών
όπως κρύβουν
τα χέρια διογκωμένο σπέρμα
Αφού το
ήξερες
η ευθύνη της
μέρας δεν περιορίζεται
και το
κεντρικό σου επεκτείνεται
πέρα από κάθε
ελεγχόμενη διάθλαση
αλλά εσύ
επιμένεις
τα ξερά χόρτα
της αυλής μόνο να βοτανίζεις
Εξομολόγηση
Ένα ποσοτικά
απροσδιόριστο θέλω απέμεινε
βγάζοντας
κοροϊδευτικά την γλώσσα
η διατύπωση
του -δεν μπορώ- σαφής και αμετάκλητη
Πόσο δυνατά
τραβούσαν εκείνα τα 200 και χιλιόμετρα
τα μεθυσμένα
παραλογισμό άτια
σαν έψαχναν
τις φτέρνες ταπεινά
όταν ποθούσαν
αδύναμα χάρτινα φιλιά
παρακαλώντας
να μην έρθει η λησμονιά γοργά
Γιατί να
πιστέψω τα φυλλοβόλα βήματα
όταν μοιράζει
η παλίρροια όστρακα αδειανά
Απέμεινα
νύχτας κρώξιμο
Να βαφτίσω τον
ουρανό κρασί
και με μιας να
τον πιω
Μεθυσμένος
έπειτα θα ξερνώ όσα βαραίνουν
όσα
αγκαθιασμένα βλέμματα
και όμοια
-αγαπημένε- εισέπραξα
Μόνο φοβάμαι
μην χαλάσω τις ρωγμές
που ειρωνικά
χασκογελούν
σε κάθε
έλλειψης επιστροφή
Ο ένας είχε
κόκκινο βήμα
που χάραζε
κάθε τόσο αναχωρήσεις
ο άλλος νότες
στοίχειωνε στις γραπτές απολογίες
Ένας ακόμη
ύστερα
από μια γιορτή
το φλογερό
έλαβε φιλί της λήθης στην ασημένια φτέρνα
Πόσα κλειδιά
σκορπίζονται σε μια γουλιά ωκεανό
πόσα κρυμμένα
-σ' αγαπώ-
κάτω από 2ωρα
μαξιλάρια
Αν
αδειάσω ουρανό
ύστερα πού θα
καρφώνω τα σπλάχνα μου;