Καθετί που απαιτεί ορισμό για είδη τέχνης, προκαλεί
συμφόρηση ιδεών και συναισθημάτων. Πόσο μάλλον, ο ένας εκ των δύο σημαντικών
πυλώνων της Λογοτεχνίας, το τεντωμένο σύρμα της στιγμιαίας απόδοσης, ετούτο το
μαγευτικό άγνωστο – δρωτάρι της καρδιάς, ο αρχέγονος διάλογος τεχνίτη και
ψυχής, να επιζητεί ταυτότητα. Δεν προσδιορίζεται με γενικεύσεις το θάμα, παρά,
αυστηρά ατομικά και ιδιότυπα δια τον καθένα.
Αυτή η ιδιαιτερότητα πρέπει να γίνει σεβαστή ειδάλλως,
καθορίζουμε σωτήρες για το αναγνωστικό σύνολο και λογοτεχνικά στασίδια για τους
συνθέτες με απώτερο στάδιο τον αιφνίδιο τερματισμό του ρυθμού.
Η εκ φύσεως αριστερή προέλευση της Τέχνης, δεν αποδομείται
από τους ευάριθμους εραστές-αναγνώστες της, μα από τα αλλοδαπά, ποιητικά εν
προκειμένω, μέτρα όσων βιαίως επιζητούν τον επανακαθορισμό της, ούτως ώστε να
παράξουν έργο προορισμένο αποκλειστικά δια το μέτρο του, από πολλού,
απολεσθέντος κριτηρίου της βασιλικής αυλής.
Ομαδική αναπνοή στην Τέχνη της Ποιήσεως όμως, δεν
υφίσταται.
Αν κάποιος αναρωτιέται φιλοσοφικά, αυτός που απαντά,
γίνεται αυτομάτως ο αφέντης του προβληματισμένου υποκειμένου. Ο ποιητής
διακηρύσσει την «αλήθεια» του, δίχως προφητικές ή θαυματουργικές εγγυήσεις,
επιχειρήματα ή αποδείξεις, επομένως δεν εισέρχεται στη λογική του αφέντη. Το
έργο του, στην πράξη, δεν επηρεάζεται από την απαίτηση (κενότητα) του αναγνώστη
να σταθεί με ποιμενική ράβδο απέναντί του ο λογοτέχνης. Αν αποφευχθεί ο κίνδυνος
της αυτοσκοπικής τέρψης, θα ελαχιστοποιηθεί κι η πιθανότητα απόρριψης του έργου
από το θεατή/αναγνώστη.
Ο Έκτορας Κακναβάτος, ένας από τους συνεπέστερους και
γνησιότερους υπερρεαλιστές στη χώρα μας, είχε γράψει: «Όταν η γλώσσα δεν κάνει
άλλο παρά να υπηρετεί τον Λόγο, καταστρέφει την πάμφωτη αξία των πραγμάτων, κι
αυτά την εκδικούνται θάβοντάς τη στην αιθάλη τους…»
Υ.γ. Και μια απάντηση από τον Πάουλ Τσέλαν: «προσπάθησα να γράψω ποιήματα σ’ αυτή τη γλώσσα: για να μιλήσω, για να προσανατολιστώ, για να καταλάβω πού βρέθηκα και προς τα πού τραβούσα, για να σχεδιάσω την πραγματικότητά μου.»