Απόγευμα, κάποιος
χτυπάει την πόρτα. Φωνάζω μ’ όση δύναμη έχω: «Ποιος διάολος είναι;». Ανοίγω,
τίποτα. Γυρίζω στη θέση μου και παρατηρώ πως, η διπλανή καρέκλα είναι επίσης
τραβηγμένη. Μία παραίσθηση, σκέφτηκα, δε δίνω σημασία. Πάει καιρός εξάλλου
που, δε βλέπω πράγματα. Αναπνέω κανονικά, δεν ανησυχώ.
Φτιάχνω
λίγο καφέ κομμένο και ραμμένο στη γεύση μου, με πολύ καϊμάκι. Στο τραπέζι επάνω
ένα στυλό, ένα φύλλο χαρτί, ένα κομμάτι κόκκινης πλαστελίνης με το δακτυλικό
αποτύπωμα του γιου μου κι ένας καπνός Old
Holborn κίτρινος
με την επιγραφή «οι καπνιστές πεθαίνουν
πρόωρα». Ποιος πέθανε μ’ ακόμη ένα τσιγάρο, συλλογίστηκα; Κανείς! Το ανάβω.
Απέναντί μου, το ψυγείο. Χαμογελάω, στο κροτάλισμα του ήχου που έβγαλε πάνω στα
πλακάκια. Με κατάλαβε. Κάθε φορά που έχουμε την ίδια θερμοκρασία, το κάνει.
Ετούτη
τη στιγμή, είμαι σ’ επαφή με τον κόσμο. Ένας θυσιοφοβικός, φιλήσυχος πολίτης
που, πληρώνει τους φόρους του, γυαλίζει το αυτοκίνητό του, πλαγιάζει με τη
γυναίκα του, μεγαλώνει παιδί, πιστεύει στο οικονομικό θαύμα που θα φέρει η
πολιτική άνοιξη, μαζεύει τα σκουπίδια του, σιγοψήνει τον ελληνικό του, βάφει –
συντηρεί τα έπιπλα στο σπίτι˙ εξοικονομεί χρήματα με στόχο να αγοράσει κι άλλα,
να διώξει τα άκομψα, να’ ναι του γούστου του. Διαβάζει τον ατελείωτο Δον Κιχώτη του Θερβάντες, επιθυμεί να κάνει δεύτερο παιδί, φροντίζει την κόμη του,
το βάρος του, την ενδυμασία του όπως κάθε άτεχνος άνθρωπος και, άλλα καθημερινά
πράγματα που δεν έχει νόημα να τ’ αναφέρω.
Τέτοια
ελευθερία μήτε στο μνήμα δε θα’ βρεις, σκέφτηκα και, πέταξα το πακέτο με τον καπνό
απ’ το παράθυρο. Ακολούθησαν, ο αναπτήρας, ένα τασάκι από φυσητό γυαλί αγορασμένο
κάποτε στα Χανιά και μια γυναικεία στριγκλιά.. που δεν άντεξε τόση Κρήτη
πεταμένη στα μούτρα της.
Σήμερα,
ξεφυλλίζω τη ζωή μου˙ και διαπιστώνω πως, ενώ υπήρξε σ’ όλη την χρονική της έκταση,
συννεφιασμένη, εγώ μια στάλα ουρανό δε συνάντησα. Επί μια πενταετία αποφεύγω
συνειδητά να κοιτάξω μέσα μου. Μια υποτροπή, θα ήταν οδυνηρή για τους γύρω μου.
Αισθάνομαι ψυχικά υγιής, νιώθω το παλμό των φλεβών, τη ροή του αίματος. Ελέγχω
την ανάσα μου. Μόνο για τους αγγέλους, έχω πεθάνει.
© Δημήτρης Δικαίος