Τα πόδια του
Παυλάκη ήταν χαλασμένα. Παρακολουθούσε αρκετές ώρες τηλεόραση από ενός έτους
ασταμάτητα. «Νενέ;» της
φώναζε. «Άνοιξε,
Νενέ!». Έτσι αποκαλούσε την τηλεόραση. Μια φτηνή και συγχρόνως αποτελεσματική
μπέιμπι σίτερ, η οποία, βοήθησε τους γονείς ν’ απαλλαγούν απ’ αυτόν ώστε να μην
υποχρεώνονται να σπαταλούν πολύτιμο χρόνο σε επικοινωνία μαζί του και
διαπαιδαγώγηση. Για τη σύγχρονη εγωκεντρική κουλτούρα των ενηλίκων, οι βασικές
υποχρεώσεις έναντι των παιδιών, θεωρούνται ξεβόλεμα, δουλεία.
Τα χρόνια
περνούσαν και οι συναθροίσεις ή η οποιαδήποτε συναλλαγή, αν θέλετε, μεταξύ των
μελών της οικογένειας, σταδιακά αραίωναν. Κάθε φορά που επέστρεφε απ’ το
σχολείο, κλεινόταν στο ψηφιακό του βασίλειο. Ένιωθε αυτοκράτορας, σε αυτό.
Ήδη, σε ηλικία 9
ετών, ήταν ένα παχύσαρκο παιδί. Τα σνακ, το γρήγορο φαγητό, πλούσιο σε αλάτι
και λιπαρά, κάρφωσαν το παιδί στην πολυθρόνα που υπήρχε στο υπνοδωμάτιο, με το
τζόιστικ μιας παιχνιδομηχανής στο χέρι. Σταυρός και φυλακτό για την υπόλοιπη ζωή
του, τα τηλεχειριστήρια και η διαρκώς αναμμένη οθόνη του θανάτου.
Καθώς, τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του,
κοινωνικοποιούνταν, συμμετείχαν ενεργά σε ομαδικά αθλήματα και δραστηριότητες,
ο μικρός, σε ηλικία πλέον 14 ετών, γύμναζε τα χέρια του αυνανιζόμενος και
κατόπιν επέστρεφε στο αγαπημένο του ζάπινγκ. Το παχύσαρκο παιδί με τα αδύναμα
από την ακινησία, κάτω άκρα, είχε αρχίσει να σαπίζει.
Όμως και τα μάτια
του ήτανε χαλασμένα. Κηλίδες ωχρές σαν εκείνες τις παρατημένες ξεθυμασμένες
μπίρες που βρίσκεις στις χαρτοπαικτικές λέσχες των κολασμένων, σαν τα νερά του
Κόλπου της Βεγγάλης με τα 24 αποσυντεθειμένα πτώματα, ταχύπλοα να φορτσάρουν
στο πλάνο του τηλελάγνου. Στους νεκρούς που ξεπέρασαν τους 91 στην Ουτόγια, το
ένα σακουλάκι Doritos διαδεχόταν
το άλλο, ενώ συνοδευόταν από πλούσια σάλτσα. Βούτηξε στο αίμα, άπειρα
απογεύματα.
Χρόνο με το χρόνο,
οι τηλεώρες πλήθαιναν, ώσπου μια μέρα, σε ηλικία 17 ετών, ακινητοποίησε και την
καρδιά του. Η όρασή του στέγνωσε. Τελευταίο πλάνο, οι ιδρωμένες πιέτες της
κοιλιάς. Αποθήκευσε πολλά. Ευχαρίστησε τη γη, διαβαίνοντας τη χωμάτινη πύλη,
χορτασμένος.
© Δημήτρης Δικαίος