Τες μέρες των καιρών
δεν τες διαλέγω.
Μα σα θα’ ρθουν,
καλώς να’ ρθουν, αγέρα!
Κι αν τες πληγές
που μ’ έζωσαν λατρεύω,
είναι γιατί, αχόρταγος
βουλεύομαι, μέρα με την ημέρα.
Καλώς να κάμνουνε σπαθιά
κι αγκάθια ξιφολόγχες.
Και να ζυγούν εις την καρδιάν
το κρίμα και οι βδέλλες.
Κι ως απαρθένευτος, να διώ
τες άπειρες στρατιές,
να λέγω, Χάρε είμαι’ γω
που δόξασα πληγές.
Και έλα, γείρε έκτοτε
να με ξαναστοχεύσεις.
Θα’ ναι η αγκάλη μου φαρδιά
ν’ αντέξει το θυμό σου.
Μα, σα γυρέψεις άλλονε
να βασανοπαιδεύσεις,
γω θ’ αποθάνω άμοιρος,
γδυτός, χωρίς παιδείαν!
Για σα σκυφτός κατήντησα,
με πόνο θε να τρέφω!
Και το φαγί και το πιοτό
θα χάσω σα θα φύεις..
Στέριο κορμί, δικαίωμα
δε θα’ χει, να πενθεί
μηδέ σκυλί θα ξενυχτά
την άδικη κατάντια..
Παρθένα που’ χει βυζαχθεί
από παρθένα μάνα,
δίχως ζωή στων βασάνων
την ανοιχτή την πόλιν,
θα μείνει άτεκνη.
Νωπή για των δετών καιρών σου!
Και η ψυχή μου άμεμπτη,
ρηχή και στερημένη..
θα σταυρωθεί μ’ έναν καημό..
Πως έχασεν τες μέρες!
Τες μέρες των γδαρτών καιρών
και των πικρών λυγμών σου.
© Δημήτρης Δικαίος