που σαν ήρεμη, κοιμάται ενώ κείτεται γυμνά!
Κράτησέ μας στην ανήλια της ζαλάδα.
Τέρψε θύμησες και γνέψ’ της να μας ζώσει.
Θα μας νιώσει στις παλιές φερτές παρέες
με κρασί που θ’ αφρίσει σα μας δει.
Κλέψου κόσμε, γέψου την ανείπωτη φυγή.
Σα μας βρει και γεννηθεί, θα ξεμυτίσει.
Ω ωραία που γιομίζεις τας ψυχάς βασιλικό
και απλόχερα στεγάζεις τους διαβάτες!
Στον αφρό η ομορφιά σου λαμπυρίζει σα θρονί
και οι ράχες των στεριών, χρόνια ζηλεύουν!
Κι ως παλεύεις, θα παλεύουν οι εργάτες σου καλέ.
Κι ως ρωγμή θα ξεσπαθώσουν έρμα λόγια.
Μ’ αλαφράδα θα γιομίσουν τας ψυχάς των ζωντανών
και στα υπόγεια, στόλος – γλέντι θα ξεσπάσει.
Μα ο γλάρος δε θα φθάσει τ’ όνειρο το θεμιτό
και θ’ απλώσει τας φτερούγας του στον ήλιο.
Στον αφρό θα ξαποστάσει σαν η σάρκα κουρασθεί
και το ζήλο θα’ χει στρώσει σε μια θάλασσα πλατιά.
Χαμογέλασε ερημιά, χαμογέλασε ψυχή!
© Δημήτρης Δικαίος