Τα κέρματα εγυάλισαν την
καρδιά ενός μικρού.
Όταν θα γίνεις άνδρας,
είπανε, θα τα λατρεύσεις.
Και ποτέ να μην κεράσεις
φίλο ή γνωστό
μήτε η μάνα σου να δει
στο χέρι σου συμπόνια
μήτε κι ο άγιος, νερό -
σταγόνα μη σου πάρει
γιατί ο κέρινος οχτρός σ’
εκλιπαρεί σα φίλος!
Όταν θα γίνεις άνδρας,
είπανε, οι συγγενείς του γύρα.
Τα κέρματα αποκόμισις,
κληρονομιά σου θα’ ναι
απ’ τους γονιούς που
μάζευαν σιγά σιγά τη λίρα.
Κι εδραίωσις του κύρους
σου, οι πατημένες σάρκες.
Τα πλούτη σου χρυσαφικά,
σμαράγδια και ρουμπίνια.
Στο προσκεφάλι σου σιμά,
της ζήλειας παραστάτες!
Επίσημα τον έχρισαν της
τάξης κληρονόμο.
Η χρίσις τον εβάραινε
γιατί καρπός υπήρξεν
απ’τον ιδρώτα των πτωχών
και εξαθλιωμένων,
από τη δούλεψη γυμνών,
οίκοθεν κατωτέρων.
Τις οίδε που κηδεύθησαν,
ποιο χώμα τους πλακώνει!
Μακρά η μνήμη των,
βουβή. Τις οίδε αν θυμώνει!
Χρυσηλασίαν ήρχισεν στην
πλουτοφόρον κάσαν.
Το σκάλισμα ανεκτίμητο
και ο μικρός κοιτάει
ψυχρά τη μοίρα που σιμά
το σέρνει, το βαπτίζει
εις τα νερά που
συγκροτούν και συντηρούν την κάστα.
Απλώνει τα χεράκια του,
το θώρι του υψώνει
κι οι πανταχού δειλόψυχες
ζωές.. σκιές ακόμη.
© Δημήτρης Δικαίος