Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Ο Εθνικός Διχασμός | Του Δημήτρη Δικαίου

Πρόλογος

Στην πυροδότηση του Μεγάλου Πολέμου, το οξύ πολιτικό κλίμα και η αντιπαράθεση της Παλαιάς Ελλάδας και των Νέων Χωρών, κατέληξαν σε «εθνικό Διχασμό», πλήττοντας το αξιόμαχο της χώρας και την αξία της ως συμμάχου. Στις ενότητες που ακολουθούν, καταβάλουμε προσπάθεια να αναδείξουμε τις ανθενωτικές τάσεις και την άβυσσο που χώριζε τον επικεφαλής των Φιλελευθέρων από τους αντιπάλους του, στην «εθνική προσπάθεια» να διασωθούν τόσο τα κέρδη των Βαλκανικών Πολέμων όσο και οι ελληνικοί πληθυσμοί της γείτονος. 
      Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στους πολιτικούς πρωταγωνιστές του Εθνικού Διχασμού, στο εκδοτικό περιβάλλον της εποχής και στον ταξικό επιπλέον χαρακτήρα της σύγκρουσης˙ ενώ στο δεύτερο και τρίτο μέρος θα εστιάσουμε στα κρίσιμα γεγονότα και στο προεκλογικό και μετεκλογικό κλίμα της οξυμένης περιόδου.

Συνθήκη των Σεβρών | Ένας θρίαμβος που κατέληξε σε τραγωδία.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

  • Οι πολιτικοί πρωταγωνιστές του Εθνικού Διχασμού 
  • Ο Τύπος της εποχής
  • Το 1909 ως «αστική» επανάσταση και ο Διχασμός  ως ταξική σύγκρουση


Οι πολιτικοί πρωταγωνιστές του Εθνικού Διχασμού 

Οι νίκες της Ελλάδας στους Βαλκανικούς Πολέμους δεν επέτρεψαν στην κρίση νομιμοποίησης η οποία υπέβοσκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, να προσλάβει άμεσα έκδηλη μορφή. Η λανθάνουσα κρίση, μετέτρεψε το κρίσιμο διακύβευμα για τη συνέχιση της διαδικασίας της εθνικής ολοκλήρωσης από την εκρηκτική συγκυρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ανοικτό «εθνικό Διχασμό».

      Προτού όμως επισημάνουμε κάποιες από τις κύριες όψεις του Διχασμού, επιβάλλεται να αναφερθούμε στις πολιτικές εκείνες συνθήκες που έφεραν τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 αποτέλεσε την πολιτική αφετηρία στην ιστορία της νεότερης Ελλάδος. Τον κορμό του Στρατιωτικού Συνδέσμου συγκρότησαν δυσαρεστημένοι κατώτεροι αξιωματικοί, που ελλείψει στρατιωτικών στόχων και διαθέσεως επιβολής στρατιωτικής δικτατορίας, βοήθησαν ώστε να μεταβληθεί ο Σύνδεσμος σε καταλύτη μίας έκρηξης λαϊκών στρωμάτων με κοινό παρανομαστή την «Ανόρθωση» του κράτους. Η Βουλή μέσω της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη και υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας άμεσης στρατιωτικής επέμβασης, το Δεκέμβριο του ιδίου έτους, αποπειράθηκε έπειτα από πρωτοφανή αριθμό νομοσχεδίων που ψήφισε, να υλοποιήσει το πρόγραμμα του Συνδέσμου˙ ελάχιστα όμως από αυτά υπηρετούσαν την πολυπόθητη «Ανόρθωση». 
      Με δεδομένη την αδυναμία των παραγόντων του τόπου (πολιτικών, Συνδέσμου και Στέμματος) να αναλάβουν πρωτοβουλία ώστε να εξέλθει η χώρα από το πολιτικό αδιέξοδο και να εξασφαλίσει την επάνοδό της στην ομαλότητα, μόνον ένας «από μηχανής θεός» θα μπορούσε να το πράξει. Ο ιθύνων πολιτικός νους άκουε στο όνομα Ελευθέριος Βενιζέλος, που τοποθέτησε αρχικά στην κεντρική πολιτική σκηνή ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, αλλά που έμελλε ο κρητικός πολιτικός να κυριαρχήσει σε αυτήν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ολόκληρη τη μεσοπολεμική περίοδο.

      Το αγεφύρωτο χάσμα, Βενιζέλου – βασιλιά Κωνσταντίνου, έλαβε τη μορφή «εθνικού σχίσματος» με οδυνηρές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις για τη χώρα μέσα από ένα κλίμα τρομοκρατίας που τροφοδοτούσαν τα δύο «εθνικά» στρατόπεδα. Έναυσμα του «εθνικού Διχασμού» αποτέλεσαν οι διαφορετικές εκτιμήσεις του Κωνσταντίνου και του περιβάλλοντός του σε σχέση με αυτές των κυβερνήσεων του Βενιζέλου, όσον αφορά την έμπρακτη υποστήριξη του ενός ή του άλλου αντιμαχόμενου στρατοπέδου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή την ουδετερότητα που πρότεινε ο μονάρχης και που ωφελούσε τις κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία και Αυστροουγκρική Αυτοκρατορία) ή τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσική Αυτοκρατορία) που διακαώς επιθυμούσε ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων.
                                                                                                  

Ο Διχασμός αποτυπωμένος με μαύρες σελίδες στο Τύπο της εποχής

Στο εσωτερικό της χώρας μια ερμηνεία του πρωτοφανούς φανατισμού των δύο «ελληνικών εθνών», δηλαδή των δύο πολιτικών παρατάξεων, μας παρέχουν οι νέες όψεις της ιδεολογικής τους σύγκρουσης, αποτυπωμένες στον Τύπο της εποχής. Από τη μια, οι αντιβενιζελικοί κατηγορούσαν την παράταξη των Φιλελευθέρων ότι ανήκε στους ξένους κατακτητές και πρόδιδε το έθνος˙ ότι ως όργανο των Αγγλογάλλων που κατείχαν αρκετές περιοχές της Ελλάδας, βοήθησε στην κατάλυση της κυριαρχίας της, ενώ από την άλλη ο βενιζελικός Τύπος καταδίκαζε τη στάση των βασιλοφρόνων υπέρ της ουδετερότητας καθώς ευνοούσε τους συμμάχους της Γερμανίας Τούρκους και δη από το Σεπτέμβρη του 1915 κι έπειτα, τους Βούλγαρους καθώς οι «κωνσταντινικές κυβερνήσεις» δεν προέβαλαν καμία αντίσταση στην κατάληψη μέρους τους Μακεδονίας, προδίδοντας το έθνος στον «κληρονομικό εχθρό» του, τη βουλγαρική βαρβαρότητα. Επίσης σε ό,τι αφορά τις πολιτισμικές αξίες των μεγάλων δυνάμεων του εξωτερικού, σαφώς κατακεραύνωναν της Γερμανίας και ανήγαγαν την κοινωνική της διάρθρωση σε φυλετικούς παράγοντες, χαρακτηρίζοντας τον γερμανικό πολιτισμό κατώτερο σε σχέση με αυτόν των Αγγλογάλλων. Το διάστημα 1915-1917, τα χρόνια της μεγαλύτερης κορύφωσης της έντασης και των ακροτήτων, η εικόνα περί εσωτερικού εχθρού που χρησιμοποίησαν προπαγανδιστικά ο βενιζελικός και αντιβενιζελικός Τύπος αντίστοιχα, μας βοηθούν να κατανοήσουμε το μέγεθος του φανατισμού στα πλαίσια του εθνικού Διχασμού.


Το 1909 ως «αστική» επανάσταση και ο Διχασμός ως ταξική σύγκρουση

Στο Κίνημα του 1909 ανατράπηκε η κρατικοδίαιτη αστική τάξη που στη συνέχεια εκφράστηκε με τον Αντιβενιζελισμό. Με αυτήν συνδέθηκε η χρηματιστική ολιγαρχία που χάρη στα κρατικά δάνεια αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αι. Η στρατιωτική εξέγερση ήταν αυτή που έδωσε τη διέξοδο στην παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης της «κρατικής» αστικής τάξης, γεγονός που σήμανε την πολιτική της χρεοκοπία. Τον ρόλο αυτό πλέον διεκδίκησαν και κατέλαβαν: η εμπορική αστική τάξη (η ασθενέστερη μερίδα της άρχουσας τάξεως), και η ισχυρότερη επιχειρηματική αστική τάξη της διασποράς που έβλεπε το ελεύθερο Βασίλειο σαν ελληνικό «Πεδεμόντιο». Εν ολίγοις, η ενδοαστική σύγκρουση του 1909 αναζωπυρώθηκε και παγιώθηκε από το Διχασμό του 1915.

Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι κατά το διχασμό. Βενιζέλος και
Κωνσταντίνος,σε περίοδο αρμονικής συνεργασίας το 1913.
(Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Τα γεγονότα της περιόδου

Η συνύπαρξη δύο «εθνικών κυβερνήσεων» Αθήνας και Θεσσαλονίκης, «Παλαιάς» Ελλάδας και Νέων Χωρών, πρωθυπουργοκεντρικού πολιτικού συστήματος και μοναρχίας, Μείζονος Ελλάδος ή μικράς αλλά εντίμου, οδήγησε βήμα – βήμα στον εθνικό τραυματισμό και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
      Ειδικότερα, η διαρκής παρεμβατική συμπεριφορά του Στέμματος και της «αυλής» στη διακυβέρνηση, επιθυμώντας μια πιο «προσωπική κυβέρνηση» για τη χώρα, υποχρέωσε δύο φορές τον Βενιζέλο σε παραίτηση˙ την πρώτη, τον Ιούλιο του 1914 για την ουδέτερη στάση της Ελλάδας στον πόλεμο, όπως προαναφέραμε (να προσθέσουμε εδώ πως, οι Φιλελεύθεροι επανεξελέγησαν πανηγυρικά στις εκλογές του Ιουνίου του 1915) και τη δεύτερη, τον Οκτώβριο του 1915, δηλαδή τέσσερις μόλις μήνες μετά την επανεκλογή του, όταν ο Βενιζέλος υποχρεώθηκε εκ νέου σε παραίτηση εξαιτίας της συγκατάθεσής του να αποβιβαστούν στρατεύματα της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη για να συντρέξουν τη Σερβία.
      Το «διχαστικό ρήγμα» προμήνυε «εθνική ταλαιπωρία» με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον τόπο. Το «κράτος» του Κωνσταντίνου κατέληξε να αντιμάχεται το «Έθνος» ως ευρύτερο σύνολο. Κατ’ ουσίαν επρόκειτο για σύγκρουση μεταξύ της πλειοψηφίας της Παλαιάς Ελλάδας (συν τις αλλοεθνείς μειονότητες των Νέων Χωρών) και της πλειοψηφίας των αλύτρωτων Ελλήνων των Νέων Χωρών και των παροικιών. Γεωγραφικά, η κρατική διάσπαση αποτυπώθηκε σε «κράτος των Αθηνών» και «κράτος της Θεσσαλονίκης», όπως ήδη αναφέραμε. 
      Στα «Νοεμβριανά» του 1916, δύο μήνες μετά τη συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης από τους Φιλελεύθερους στη Θεσσαλονίκη, τα συμμαχικά αγήματα έπειτα από συνεννόηση του μονάρχη με τον Γάλλο ναύαρχο Φουρνέ για μηδαμινή αντίσταση της Αθήνας, επρόκειτο να καταλάβουν στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας, όμως αιφνιδιάστηκαν και αποκρούστηκαν με αρκετές απώλειες από δυνάμεις του τακτικού στρατού και των Επιστράτων που απ’ την επομένη κιόλας επιδόθηκαν σ’ ένα «πογκρόμ» κατά των «προδοτών», δολοφονώντας και κακοποιώντας επώνυμους και ανώνυμους Φιλελεύθερους ενώ, διακόπηκε βίαια η έκδοση των βενιζελικών εφημερίδων. Χαρακτηριστικό γεγονός επίσης του χάσματος, μεταξύ Κωνσταντίνου και Προσωρινής Κυβέρνησης, αποτελεί το «Ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου με επικεφαλής τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο.
      Η βενιζελική Ελλάδα με την οπλική σύμπραξη της Αντάντ τον Ιούνιο του 1917, επέβαλε αποκλεισμό στη βασιλόφρονα, «έπαυσε» την «αθηναϊκή κυβέρνηση», ενώ εξανάγκασε σε παραίτηση το βασιλιά Κωνσταντίνο και αντικατάστασή του από τον Αλέξανδρο. Ο Βενιζέλος με τη βοήθεια των συμμαχικών στρατευμάτων έφθασε στην Αθήνα και ανέλαβε την εξουσία, επαναθέτοντας σε «λειτουργία» τη «Βουλή των Λαζάρων» που είχε εκλεγεί το Μάιο του 1915 και που έμελε να διατηρηθεί με διαδοχικά διατάγματα και μετά τη λήξη της τετραετίας, ως και την υπογραφή συνθήκης με τη γείτονα. Έτσι, όπως αρχικά και ο ίδιος επιθυμούσε, η χώρα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων το Σεπτέμβριο του 1918, καθώς έκρινε ότι τα ελληνικά συμφέροντα στη Μικρά Ασία συνέπιπταν με αυτά των ευρωπαϊκών δυνάμεων της Αντάντ˙ εξάλλου μεγάλο μέρος των μικρασιατικών κτίσεων της αυτοκρατορίας βρίσκονταν υπό την άμεση κατοχή των δυνάμεών της. Κατά συνέπεια, η παραχώρηση αυτονομίας που είχαν ήδη οι συμμαχικές δυνάμεις παραχωρήσει σε Αρμένιους και Κούρδους, έστρεψε το ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης προς μια κατεύθυνση άμεσου οφέλους για τη χώρα, ως προς τις περιοχές που διεκδικούσε να της παραχωρηθούν όπως, η Ανατολική Θράκη, το Αιγαίο και η Σμύρνη. Για την τελευταία δε, ο κρητικός πολιτικός επιθυμούσε την προσάρτησή της ήδη από το 1912.
      Η Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920, αποτέλεσμα δύο σχεδόν χρόνων έντονης διπλωματικής δραστηριότητας και η αποβίβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη το Μάιο του 1919 με απώτερο στόχο τη «Μείζονα Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» παρουσιάστηκαν ως θρίαμβος από τη βενιζελική παράταξη. Απ’ τη στιγμή όμως, που η προαναφερθείσα Συνθήκη πανηγυρίστηκε ως Συνθήκη Ειρήνης, καθώς τερμάτιζε τον πόλεμο με την Τουρκία, οι Φιλελεύθεροι αφαίρεσαν από μόνοι τους κάθε δικαιολογία για τη διεξαγωγή των εκλογών, που είχε ρητά υποσχεθεί ο Βενιζέλος από τις 23 Νοεμβρίου 1919.

Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 1916: Ελληνικά τμήματα
αναχωρούν για το Μακεδονικό Μέτωπο.


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Οι προεκλογικές ζυμώσεις και η εκατέρωθεν «απόδοση ευθυνών»

Πίσω από το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας και της αισιοδοξίας για τη σχεδόν ολοκληρωτική πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας έπειτα από την υπογραφή της Συνθήκης στις Σέβρες (της «μάταιης» αυτής συνθήκης, όπως ονομάστηκε, καθώς καμία χώρα ποτέ δεν την επικύρωσε), κέρδιζε έδαφος ένα πολύμορφο ρεύμα λαϊκής δυσαρέσκειας, παρότι αμέσως μετά την προκήρυξη εκλογών δια στόματος Βενιζέλου στη Βουλή, για τις 7 Νοεμβρίου του 1920, ακολούθησε η άρση του στρατιωτικού νόμου και της λογοκρισίας.
      Αμέσως μετά την προκήρυξη των εκλογών, επανήλθε από την εξορία ο επικεφαλής της αντιβενιζελικής παράταξης Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος από την πρώτη κιόλας συγκέντρωση, έκαμε λόγο για «απολύμανσις της χώρας από της πανώλους της τυραννίας», προσδιορίζοντας έτσι το στόχο της αναμέτρησης. Τάχιστα, το ρεύμα του αντιβενιζελισμού κυριάρχησε σχεδόν ολοκληρωτικά στην Παλαιά Ελλάδα, ενώ το διαπιστωμένο ήδη από το Μάιο του 1915, αντιβενιζελικό ρεύμα των εθνικών μειονοτήτων στη Μακεδονία, θα προσέφερε στην Ηνωμένη Αντιπολίτευση μια άνετη και θριαμβευτική νίκη. Το μεγαλύτερο μέρους του εκλογικού σώματος που θα καταψήφιζε το Βενιζέλο, δεν το ενδιέφερε το μεγάλωμα της Ελλάδας, καθώς είχε εξαναγκαστεί να πληρώσει το κόστος, αρχικά από ξένες λόγχες. Κατά συνέπεια, το βενιζελικό καθεστώς βιώθηκε ως «τυραννία» από τα θύματά του και κυρίως από τον πληθυσμό της Παλαιάς Ελλάδας. Ο συμμαχικός αποκλεισμός της Αντάντ, η υποχρεωτική επιστράτευση, οι επιτάξεις και τα στρατιωτικά μέτρα, ο ταχύς πλουτισμός πολλών μεγαλεμπόρων, αναδόχων κρατικών συμβολαίων, καθώς και οι αυθαιρεσίες και η τρομοκρατία του βενιζελικού κράτους κατά την τελευταία τριετία, προδίκαζαν τον εκλογικό καταποντισμό των Φιλελευθέρων. Η Ηνωμένη Αντιπολίτευση, πέραν των όσων αναφέραμε, μετέτρεψε τις εκλογές της 14ης Νοεμβρίου σε άτυπο δημοψήφισμα για την επιστροφή του Κωνσταντίνου˙ βεβαία ότι, η υψηλή δημοτικότητά του θα αποτελούσε ισχυρό όπλο στην προεκλογική φαρέτρα της.
      Οι Φιλελεύθεροι και προσωπικά ο Βενιζέλος, πίστεψαν ότι το «Έθνος» δε μπορούσε να μην εγκρίνει τη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδας» παραβλέποντας κάθε άλλο ζήτημα. Χαρακτηριστικό αυτής της εμμονής, υπήρξε το κύριο προεκλογικό τους υλικό, δηλαδή ο χάρτης της. Σε αυτό πλανήθηκαν οικτρά. Επίσης, το ανορθωτικό έργο της κυβέρνησης Βενιζέλου, όπως η αγροτική μεταρρύθμιση, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (π.χ. δημοτική γλώσσα), η εργατική νομοθεσία και η άνθιση συνδικαλιστικών εργατικών φορέων κ.α., δε συγκίνησαν την «Παλαιά Ελλάδα». 
      Η ήττα του Βενιζέλου άφησε έκπληκτους την κυβερνητική παράταξη και τους αντιπάλους της. Ο κρητικός πολιτικός την απέδωσε στην κόπωση του ελληνικού λαού από τους συνεχείς πολέμους, ενώ οι αντίπαλοί του στην τριετή «βενιζελική τυραννία». Αναμφίβολα, λειτούργησαν αυτοί οι παράγοντες, όσο και άλλοι πολλοί, ως γνήσια τέκνα του εθνικού Διχασμού. Την επομένη, η Ελλάδα απομονωμένη από τους Συμμάχους της, διαχειρίστηκε το εξαρχής δύσκολο έργο των επιχειρήσεων πρόχειρα και τυχοδιωκτικά. Οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, υπήρξαν ανυπολόγιστες όσο και δραματικές για το ελληνικό κράτος.



Επίλογος 

Πέραν των αλυτρωτικών αξιώσεων και του ανθενωτικού λόγου, η ωμή βία που αντέταξαν μεταξύ τους οι δύο «εθνικές παρατάξεις», ήταν πρωτοφανούς έκτασης για τα ως τότε ελληνικά δεδομένα. Οι παραίτιοι της εσωτερικής διαίρεσης του κράτους σε βαθμό «εθνικού σχίσματος» υποεκτίμησαν ένθεν κακείθεν τη δυναμική του τουρκικού εθνικισμού που απειλούσε με άμεση και οριστική εξόντωση, τους ελληνικούς πληθυσμούς της γείτονος. Ο Μικρασιατικός όλεθρος, υπήρξε απόρροια αυτής της διχαστικής περιόδου και μία από τις πιο μελανές σελίδες στην πολιτική ιστορία της Νεότερης Ελλάδος.

Του Δημήτρη Δικαίου






Βιβλιογραφία


  • Νικολακόπουλος Ηλίας, «Οι εκλογές 1910-1920», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του νέου ελληνισμού, 1770-2000, τόμος 6ος, Αθήνα: Τα Νέα και Ελληνικά Γράμματα, 2003˙
  • Μαυρογορδάτος Γιώργος, «Οι πολιτικές εξελίξεις», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του νέου ελληνισμού, 1770-2000, τόμος 6ος, Αθήνα: Τα Νέα και Ελληνικά Γράμματα, 2003˙
  • Κ. Μαυρέας, «Η δημιουργία του αστικού κράτους» στο: Γ. Μαργαρίτης και άλλοι, Ελληνική Ιστορία, τ. Γ΄: Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999˙
  • Μποχώτης Θανάσης, «Εσωτερική πολιτική, 1900-1922», στο: Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας, 1900-1940, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2009˙
  • Μαυρογορδάτος Γιώργος, 1915: ο Εθνικός Διχασμός, Αθήνα: Πατάκης, 2015˙
  • Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977˙
  • Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2002.