«Ὡς οὖν τῆς μεγάλης καὶ θαυμαστῆς ταυτησὶ
δημαγωγίας, ὦ βασιλεῦ, μεγάλας καὶ τὰς γ’ εὐθύνας ὑφέξων, καὶ πάντων εἰσπραχθησόμενος
λόγον τῷ πάντων πρυτάνει, σὺ δ’ οὕτω τοῖς παροῦσι κεχρῆσθαι, καὶ μὴ μόνον
φιλανθρώπως, ὡς ἔφην, πρὸς πάντας ἔχειν, καὶ μετὰ πολλοῦ τοῦ περιόντος τὰς εὐεργεσίας
ποιεῖσθαι, ἀλλὰ καὶ ὅπως μηδεισοῦν δικήσεται τῶν ἁπάντων, περὶ πλείστου ποιεῖσθαι.»
(Μτφρ.) «Εφόσον,
λοιπόν, είσαι κυβερνήτης ενός τόσο μεγάλου και θαυμαστού λαού, έτσι θα πρέπει
να αντιμετωπίζεις την παρούσα κατάσταση με την προϋπόθεση ότι θα έχεις μεγάλες
ευθύνες και ότι θα δώσεις λόγο για όλα στον άρχοντα όλων, δηλαδή
(πρέπει) όχι μόνο να συμπεριφέρεσαι με επιείκεια σε όλους και να τους
ευεργετείς με πολλή γενναιοδωρία, αλλά και να φροντίζεις να μην αδικηθεί
κάποιος απ’ όλους.» (Θωμάς Μάγιστρος, Λόγος Περί Βασιλείας – Τριαντάρη 2009, σ. 400)
Το παραπάνω απόσπασμα από τον ρητορικό Λόγο Περί
Βασιλείας του βυζαντινού λόγιου Θωμά
Μαγίστρου (14ος αι. μ.Χ.) ανήκει στο γραμματειακό είδος που είναι γνωστό
ως “κάτοπτρο ηγεμόνος”. Ο όρος «κάτοπτρο
ηγεμόνος» προέρχεται από τη δυτική μεσαιωνική λογοτεχνία για να περιγράψει ένα
κείμενο που έδινε συμβουλές στον ηγεμόνα για την ορθή διακυβέρνηση της
αυτοκρατορίας και τις αρετές που του αρμόζουν.
Ο συγκεκριμένος λόγος απευθύνεται στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β'
Παλαιολόγο (1282-1328 μ.Χ.)
Κωνσταντινούπολη. Τοιχογραφία του 18ου αι.- Καστοριά |
Η θέση της ρητορικής στο Βυζάντιο
Εκπαίδευση, εδραίωση Ορθοδοξίας, οργάνωση εκκλησίας και κράτους.
Τις προσδοκίες
της ελληνόφωνης ρωμαϊκής Ανατολής για μια ενιαία πολιτική εξουσία υπό τη σκέπη
ενός οικουμενικού κράτους, αναμφίβολα επιτάχυνε η νέα τάξη πραγμάτων, κινούμενη
στο μεταίχμιο του αρχαίου και ενός νέου τρόπου ζωής. Εις
αυτήν τη μεταβατική – ιστορική στιγμή αλλά και μετέπειτα, η Κωνσταντινούπολη ως
έδρα της βυζαντινής εποχής, αναδείχθηκε ως το αδιαμφισβήτητο πνευματικό κέντρο
της αυτοκρατορίας, αφού πραγματοποίησε,
περισσότερο κι από της Ρώμη, την έννοια πόλις-κόσμος. Κατά τη μεταφορά του
κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας προς ανατολάς, αποκαλύπτεται και το ένδυμα της
ελληνόγλωσσης πνευματικής δημιουργίας. Η ελληνική γλώσσα, λαμπρή κληρονομιά της
κλασικής αρχαιότητας, έγινε ο συνεκτικός κρίκος εκατομμυρίων ανθρώπων. Σταδιακά
δε αποτέλεσε ένα περιβάλλον ομόγλωσσο,
επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας σε νόμους˙ ενώ τη μιλούσαν, γόνοι των ανώτερων
κοινωνικών ομάδων, καθώς η εκπαίδευση στην
πρώιμη βυζαντινή περίοδο, παρά την επικράτηση του χριστιανισμού, ήταν συνέχεια
της ελληνιστικής.
Στην ανώτερη εκπαιδευτική βαθμίδα
των βυζαντινών, περίοπτη θέση κατείχε η διδασκαλία της ρητορικής. Η ικανότητα του λέγειν έχαιρε πάντα μεγάλης εκτίμησης
ήδη από την ελληνική αρχαιότητα, πράγμα που γίνεται ιδιαιτέρως αντιληπτό στα
ομηρικά έπη. Ο χαρακτήρας της δημόσιας ζωής στην Αθήνα του 5ου αι.
π.Χ. (αθηναϊκά δικαστήρια, Βουλή των Πεντακοσίων, Εκκλησία) ήταν αυτός που
οδήγησε στην καλλιέργεια της ρητορικής ως λογοτεχνικού είδους. Από τη ρητορική
δεξιοτεχνία εξαρτιόταν εξάλλου σε σημαντικό βαθμό και η επιτυχία στη δημόσια
ζωή. Σε διαφορετικές εποχές, όμως μέσα από συγγενείς συνθήκες, αρκετούς αιώνες
μετά, έφθασαν στο προσκήνιο και στη βυζαντινή εποχή οι σοφιστές, οι δάσκαλοι
της ρητορικής τέχνης˙ για
να την καρπωθούν οι νέοι των ισχυρότερων κοινωνικών ομάδων, (καθώς τα δίδακτρα
ήσαν υψηλά και η μακροχρόνια συχνά φοίτηση καθιστούσε τις σπουδές ιδιαιτέρως
δαπανηρές), οι Συγκλητικοί του μέλλοντος - οι αυριανοί εγκωμιαστές του αυτοκράτορα, αλλά και του
πατριάρχη.
Ήδη από την πρωτοβυζαντινή περίοδο, η
παιδεία προσανατολίστηκε στη σπουδαιότητα των κλασικών κειμένων, στα διανοητικά
σχήματα και στη γλωσσική έκφραση της ύστερης αρχαιότητος. Η βυζαντινή ρητορική
εμποτισμένη με το αισθητικό στοιχείο της βυζαντινής τέχνης και τον υπερβατικό
χαρακτήρα των καλλιτεχνικών έργων, κυοφορεί και εντέλει αποθέτει ως δοκιμασμένο,
όπως προέγραψα, είδος του αρχαιοελληνικού πεζού λόγου: απολαυστικό και περίτεχνο
υλικό.
Επιπλέον, καθώς αναφερθήκαμε στη
σπουδαιότητα που έδιδαν οι βυζαντινοί λόγιοι σε αρχαίους συγγραφείς, δε θα
‘πρεπε να αγνοήσουμε την επιβίωση της αττικής γλώσσης των αρχαίων κλασικών, την
οποίαν επιτυχώς μιμήθηκαν οι διδάσκαλοι της Νέας Ρώμης. Δηλαδή, το λιτό ύφος,
την καθαρότητα και τη σαφήνεια˙ στοιχεία που απαντώνται στη βυζαντινή ρητορική.
Σύμφωνα με τον φημισμένο
ρητοροδιδάσκαλο Ερμογένη από την Ταρσό, οι σπουδαστές της ανωτέρας βαθμίδος,
από την απαρχή ήδη των αυτοκρατορικών χρόνων και την περίοδο της Δευτέρας σοφιστικής (2ο-3ο
αι. π.Χ.), εκπαιδεύονταν ώστε να ανακατασκευάζουν ή να στηρίζουν μιαν άποψη, να
υπερασπίζονται ή να κατηγορούν ένα πρόσωπο για όσα έπραξε, να συντάσσουν
εγκώμιο ή ψόγο προσώπου, πόλης, κατάστασης, ιδέας κτλ, να διατυπώνουν ή να
κρίνουν προτάσεις νόμου˙ ικανοί ακόμη στις λεπτομερείς περιγραφές τόπων ή να
αποδίδουν το χαρακτήρα και τη διάθεση κάποιου που εκφωνεί λόγο κ.τ.λ.
Ο χριστιανισμός
ως νέα θρησκεία της αυτοκρατορικής επικράτειας, εξασφάλισε την επικράτησή του
έναντι των άλλων θρησκειών καθώς επέβαλε την ορθοδοξία με την αποσαφήνιση του
δόγματος, ενισχύοντας την απαιτούμενη ενότητα δια την ίδια την εκκλησία αλλά
και για το κράτος.
Οι διδάσκαλοι της σοφιστικής ως τον 6ο αι. μ.Χ. συμπορεύτηκαν
δίχως ιδιαίτερα προβλήματα με τη νέα θρησκεία, μολονότι δεν την είχαν
αποδεχτεί. Καθότι ο χριστιανισμός τέθηκε υπό την προστασία του κράτους,
αποτέλεσε μονόδρομο για ό,τι επιθυμούσαν οι επικεφαλής της αυτοκρατορικής και
της πατριαρχικής αρχής, δηλαδή ένα ομόδοξο περιβάλλον˙ εις αυτήν τη νέα επιταγή,
προσανατολίστηκε η εκπαίδευση των νέων, ώστε να προσφέρουν αβίαστα υπηρεσίες
υψηλού επιπέδου στο νέο δόγμα. Η σπουδή των αρχαίων λειτούργησε ως δεξαμενή χάριν ευγλωττίας και γυμνασίας του νου,
εις ό,τι αφορά στην πολυπόθητη απόκτηση επιχειρημάτων που θα απέκρουαν αυτά των
«εθνικών» αλλά και των χριστιανικών μειοψηφιών που προέβαλλαν διαφορετικές
δοξασίες από το επιβαλλόμενο δόγμα. Οι νέοι ένθερμοι υποστηρικτές του δόγματος,
διέπρεψαν με τη ρητορική τους δεινότητα ως επίσημοι ρήτορες ή, πολύ
περισσότερο, ως ιεροκήρυκες. Μερικοί δε μαθητές διακεκριμένων σοφιστών του 4ου
αι., χάρη στη μόρφωση που απέκτησαν κοντά τους, αναδείχθηκαν μεγάλοι πατέρες
της ορθοδοξίας, καθώς τα έργα των αποτελούν μέχρι και σήμερα σπουδαία
πνευματική βλάστη δια το χριστεπώνυμον πλήρωμα.
Επιπλέον, οι «φωτισμένοι» πατέρες της εκκλησίας φρόντισαν ώστε τα αρχαία
κείμενα να θεωρούνται αυστηρά προπαιδευτικά ως προς την κατανόηση της Γραφής,
τονίζοντας πως: ιδέες που δεν συμβιβάζονται με το χριστιανισμό, πρέπει να
αποφεύγονται! Επομένως, η συγκεκριμένη
εκπαιδευτική κατεύθυνση – μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, εγκαταλείφθηκε
σταδιακά, καθότι αντιπροσώπευε έναν άλλον κόσμο που χαρακτηρίστηκε από τους
χριστιανούς με μια λέξι πολεμικής: ειδωλολατρικός. Έτσι, η ανάγνωση αρχαίων
κειμένων, πραγματοποιούταν επιλεκτικά και σχολαστικά προς πλουτισμό του
λεξιλογίου (πράγμα που το συναντούμε συχνά και σήμερα), εμπέδωση του
συντακτικού και της γραμματικής και βεβαίως, την εκμάθηση της τέχνης του
ρητορικού λόγου˙ αποσκοπώντας να κινήσει το θαυμασμό του ακροατηρίου.
Οργάνωση Εκκλησίας και Κράτους
H Θεία Πρόνοια, ως
από μηχανής θεός, διευθέτησε τα εγκόσμια ώστε
να εκχριστιανίσει το νέο imperium, καθιστώντας το, «σκεύος εκλογής» για τη διάδοση του χριστιανικού δόγματος στη βυζαντινή
επικράτεια. Υπό τις οικουμενικές πλέον αξιώσεις της αυτοκρατορίας, η νέα
χριστιανορωμαϊκή ιδεολογία, απεδείχθη έργο θεάρεστο της Θείας Πρόνοιας˙ και υπό
την καθοδήγηση των εμπνευστών του Imperium Romanum για
συνύπαρξη της χριστιανικής πίστης, του χριστιανικού ηθικού νόμου, της
πνευματικής παράδοσης του ελληνισμού, του ρωμαϊκού δικαίου και της ρωμαϊκής
κρατικής οργάνωσης, επεβλήθη κράτος δικαίου και ενότητα δόγματος.
Πολιτική Διοίκηση
Η αυτοκρατορική αρχή επενέβαινε στον
κρατικό μηχανισμό. Διόριζε ή απέλυε υπαλλήλους, απένειμε τίτλους και αξιώματα,
ως απόλυτος μονάρχης και ρυθμιστής των πάντων. Κάθε εξουσία νομοθετική,
εκτελεστική και δικαιοδοτική, απόρρεε απ’ αυτήν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο,
έπρεπε να κινείται η αυτοκρατορική εξουσία και να λαμβάνει σάρκα και οστά, η
βούληση του αυτοκράτορα.
Εις ό,τι αφορά την πρώιμη βυζαντινή
περίοδο, η κρατική οργάνωση, η οποία απόρρεε από την αυτοκρατορική εξουσία,
κατέληξε σε εξασθένιση των κρατικών υπηρεσιών και των επικεφαλής των (δηλαδή
των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων). Οι πολιτικές και οι στρατιωτικές αρμοδιότητες
των ανώτερων αξιωματούχων, χωρίσθηκαν. Χωρίσθηκε επίσης η κεντρική από την
περιφερειακή διοίκηση. Ανεξαρτητοποιήθηκαν οι κλάδοι της κεντρικής διοικήσεως,
έχοντας πλέον περιορισμένη και εξειδικευμένη δικαιοδοσία. Αποδυναμώθηκε, η
σύγκλητος.
Αργότερα, όλος αυτός ο όγκος
διοικητικών κλάδων, προκάλεσε επικάλυψη αρμοδιοτήτων σ’ ένα δύσκαμπτο σύστημα
και, εκτεθειμένο στην εξωτερική απειλή που απαιτούσε, γρήγορη λήψη αποφάσεων.
Αυτό, οδήγησε στην παύση της διάκρισης των εξουσιών και, στη στρατικοποίηση της
κρατικής διοίκησης.
Από τα τέλη του 11ουαι. κι έπειτα, η θεματική διοίκηση
παρήκμασε και αντικατεστάθη από μικρές τοπικές διοικήσεις - μικρογραφίες των
θεμάτων της πρώιμης περιόδου, με περιορισμένες αρμοδιότητες.
Εκκλησιαστική
οργάνωση
Η εκκλησιαστική
ιεραρχία και οργάνωση δεν ήταν ανεξάρτητη της αυτοκρατορικής βούλησης. Ο
αυτοκράτορας διατηρούσε το δικαίωμα να επεμβαίνει στα ζητήματα της οργάνωσης
και της εσωτερικής ζωής των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και της Εκκλησίας
γενικότερα. Επενέβαινε ακόμη και στον καθορισμό της έκτασης των εκκλησιαστικών
επαρχιών, στην εκλογή και το διορισμό επισκόπων, μητροπολιτών˙ ακόμη και στην
εκλογή του ίδιου του πατριάρχη.
Οι επισκοπές άρχισαν να
διαμορφώνονται από τους επισκόπους τους τρεις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού˙
έπειτα υπάγονταν σε μητροπόλεις με έδρα μεγαλύτερες πόλεις και ύστερα σε
εξαρχίες υπό τους εξάρχους, κυρίως από τον 4ο αι. και μετά. Εις ό,τι
αφορά το πατριαρχικό αξίωμα, ο Ρώμης, της πρώτης πρωτευούσης του κράτους,
κατείχε τα πρωτεία στα πρεσβεία της τιμής. Το 381, με τη Β` οικουμενική σύνοδο,
απονεμήθησαν τα δεύτερα πρεσβεία της τιμής, στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως,
της πρώτης πλέον πρωτευούσης του βυζαντινής επικράτειας. Η Δ` οικουμενική σύνοδος,
το 451, ήταν αυτή που αναγνώρισε ίσα πρεσβεία τιμής στον πάπα της Ρώμης και
στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Στον τελευταίο, αποδόθηκε ο τίτλος
οικουμενικός μεταξύ 5ου και 7ου αι. λόγω της εδαφικής
ακμής που γνώρισε η αυτοκρατορία.
Του Δημήτρη Δικαίου
- Πέννα Β.,
«Βυζαντινοί θεσμοί» στο Γάσπαρης Χ. και άλλοι, Ελληνική Ιστορία, τ. Β΄: Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα
1999˙
·
Ιω. Γιαννόπουλος,
«Γλώσσα και Παιδεία στο Βυζάντιο» στο: Ιω. Γιαννόπουλος και άλλοι, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. Β`:
Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999˙
·
Α. Κουκουζέλη,
«Λογοτεχνία και Αρχαίο Θέατρο» στο: Ιω. Γιαννόπουλος και άλλοι, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. Β`:
Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999˙
·
Τριαντάρη, Σ. Α.,
Η ρητορική, η τέχνη της επικοινωνίας από
την αρχαιότητα στο Βυζάντιο, Εκδ. Α. Σταμούλη, Αθήνα 2017˙
·
Ιω. Γιαννόπουλος,
«Το Βυζάντιο: το όνομα, η σημασία του πολιτισμού, το κράτος» στο: Ιω.
Γιαννόπουλος και άλλοι, Εισαγωγή στον
Ελληνικό Πολιτισμό, τ. Β`: Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Ε.Α.Π.,
Πάτρα 1999˙
·
Καραγιαννόπουλος
Ι., Το βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας,
Θεσσαλονίκη 2001˙
·
Καραγιαννόπουλος
Ι., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών, εκδ.
Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992˙
·
Ιω. Γιαννόπουλος,
« Ο Χριστιανισμός» στο: Ιω. Γιαννόπουλος και άλλοι, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τ. Β`: Σημαντικοί Σταθμοί του
Ελληνικού Πολιτισμού, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999˙
·
Κουτράκου Ν., «Ο
βυζαντινός αυτοκράτορας», στο: Βυζάντιο. Ιστορία
και πολιτισμός. Ερευνητικά πορίσματα (επιμ. Τ. Λουγγής), τ. Α΄, εκδ.
Ηρόδοτος, Αθήνα 2014˙
·
Beck, H.G., Η βυζαντινή χιλιετία, μτφ. Δ. Κούρτοβικ,
εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1992˙
·
Γλύκατζη-Αρβελέρ
Ε. Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2009.