ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο χάρτης της Κωνσταντινούπολης
το 1422 από τον φλωρεντινό
χαρτογράφο Cristoforo
Buondelmonte.
|
Το θεϊκό σχέδιο απέβλεπε, σε «μία ποίμνη
υπό ένα ποιμένα». Αυτό προϋπέθετε τη διάδοση του Χριστιανισμού και στους
εθνικούς˙ μία αυτοκρατορία στην Οικουμένη, επομένως, μια τεράστια ιεραρχημένη
οικογένεια λαών και ηγεμόνων με επικεφαλής το βυζαντινό αυτοκράτορα. Τις προσδοκίες της ελληνόφωνης ρωμαϊκής Ανατολής για
μια ενιαία πολιτική εξουσία υπό τη σκέπη ενός οικουμενικού κράτους, αναμφίβολα
επιτάχυνε η νέα τάξη πραγμάτων, κινούμενη στο μεταίχμιο του αρχαίου και του
νέου τρόπου ζωής. Οι
καλλιτεχνικοί θησαυροί της Ελληνικής αρχαιότητας, οι ενέσεις πνευματικού και
πολεοδομικού χαρακτήρα της ελληνιστικής παράδοσης, σε συνύπαρξη με το
πνευματικό αποτύπωμα του χριστιανισμού σε γλυπτά και ψηφιδωτά, σκιαγράφησαν
έντονα το νέο τοπίο, αποτέλεσμα πολιτικής οξυδέρκειας και έμπνευσης του πρώτου
αυτοκράτορα του βυζαντίου.
Αυτοκρατορικό ιδεώδες και Χριστιανισμός
«μία
ποίμνη υπό ένα ποιμένα» σε ένα ομότροπο περιβάλλον
H Θεία Πρόνοια, ως από μηχανής θεός, τακτοποίησε τα
εγκόσμια ώστε να εκχριστιανίσει το νέο imperium, καθιστώντας το «σκεύος εκλογής» για τη διάδοση του χριστιανικού λόγου στη βυζαντινή επικράτεια. Υπό τις
οικουμενικές αξιώσεις της αυτοκρατορίας η νέα χριστιανορωμαϊκή ιδεολογία απεδείχθη
έργο πάνσοφο της Πρόνοιας˙ και υπό την καθοδήγηση των εμπνευστών του Imperium Romanum για συνύπαρξη της χριστιανικής πίστης, του χριστιανικού ηθικού νόμου, της
πνευματικής παράδοσης του ελληνισμού, του ρωμαϊκού δικαίου και της ρωμαϊκής
κρατικής οργάνωσης, επεβλήθη κράτος δικαίου και ενότητα δόγματος.
Ο αυτοκράτορας ως θεσμικός φορέας
εξουσίας και διοίκησης, συνδέθηκε άμεσα με τη χρήση ρωμαϊκών αυτοκρατορικών
τίτλων, όπως: δεσπότης, σεβαστός, ειρηνικός˙ επίσημα επίθετα όπως, θριαμβευτής,
ανίκητος. Οι συγκεκριμένες ιδιότητες εξέφραζαν σαφώς την εγγύηση της ενότητας
και της ασφάλειας σε όλη την αυτοκρατορική επικράτεια και προσέδιδαν ένα άρωμα
συνέχειας, εν προκειμένω, της «γηραιάς υπέρτατης πόλης της Ρώμης» και της αυτοκρατορικής
ιδέας σε όλο το Βυζάντιο. Αργότερα, επίθετα προσδιορισμού με
χριστιανική χροιά όπως «εν Χριστώ τω Θεώ, πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ
Ρωμαίων», περιόρισαν την παλαιά ρωμαϊκή αυτοκρατορική ομοίωση προς το θείο και το θεό
ήλιο˙ αντίληψη διαδεδομένη ήδη σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού της αυτοκρατορίας,
προερχόμενη από τις ελληνιστικές αντιλήψεις περί «θείου άνδρα»˙ καθιερώνοντάς τον πλέον ως φορέα της θεϊκής εντολής, ως εκλεκτό του Θεού και
τοποτηρητή του στη γη. Τούτο ενήργησε ως φραγμός απέναντι στον συγκεντρωτικό και απολυταρχικό
χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Επομένως, ο χριστιανισμός ενίσχυσε την
ιδέα της οικουμενικότητας και η αντιπροσώπευση του Θεού από τον βυζαντινό αυτοκράτορα θεμελίωσε το
θεοστήρικτο του βυζαντινού κράτους. Πολυθεΐα και πολυαρχία εγκαταλείφθηκαν εμπρός στη μονοθεϊστική και μοναρχική
αυτή αντίληψη και
αντικαταστάθηκαν από ένα ομόδοξο
περιβάλλον. Ως
επίσημη θρησκεία συνετέλεσε στη θεσμική οργάνωση του Βυζαντίου, επιβάλλοντας
συγκροτημένο τρόπο ζωής και ομογενοποίηση των πολιτών σε έναν πολυεθνικό και
ποικιλώνυμο κόσμο.
Με τη μεταφορά του κέντρου βάρους της
αυτοκρατορίας στην Ανατολή αποκαλύπτεται και το ένδυμα της ελληνόγλωσσης
πνευματικής δημιουργίας. Η ελληνική γλώσσα, λαμπρή κληρονομιά της κλασικής αρχαιότητας, έγινε ο
συνεκτικός κρίκος εκατομμυρίων ανθρώπων. Ως κύριος θεσμός αποτέλεσε σταδιακά
ένα περιβάλλον ομόγλωσσο, επίσημη
γλώσσα της αυτοκρατορίας σε νόμους˙ ενώ τη μιλούσαν, γόνοι των ανώτερων
κοινωνικών ομάδων.
Μέσα απ’αυτό το ομόδοξο και ομόγλωσσο
περιβάλλον, η βυζαντινή πολιτεία κατάφερε να αναπλάσει τη ρωμαϊκή σκέψη και να
παγιώσει, το ομότροπον, δηλαδή να
συγκροτήσει συνειδητά και ουσιαστικά, ενιαία ανθρώπινη κοινότητα.
Επίσημη έκφραση προβολής του
αυτοκρατορικού ιδεώδους, αποτέλεσε και το βυζαντινό νόμισμα, ως θεμέλιο και
όπλο μιας τρανής αυτοκρατορίας. Ο νεοεκλεγείς αυτοκράτορας μεριμνούσε άμεσα για
την κοπή νομίσματος στο όνομά του˙ ως πράξη κατοχύρωσης της εξουσίας, έντονου
συμβολισμού και προπαγάνδας με επίκεντρο τον ίδιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η
κεντρική εξουσία εξέπεμπε μηνύματα προς τους υπηκόους της, ασκούσε διοίκηση και
απέβλεπε στη δημοσιοποίηση του αυτοκρατορικού προτύπου.
Η κεντρική διοίκηση και ο ρόλος του
αυτοκράτορα
Στη
διαμόρφωση του νέου πολιτικού οργανισμού η βυζαντινή πολιτεία διατήρησε τη
ρωμαϊκή κληρονομιά με την οποία, οι ιδιοκτησιακές αξιώσεις του δημοσίου είχαν
καταστεί απαράγραπτες και μπορούσε να τις διεκδικεί από Αυγούστου Καίσαρος.
Επομένως, η άσκηση της εξουσίας του κράτους, η νομοθετική πρακτική και η
οργάνωση της πολιτικής, στρατιωτικής, κεντρικής και επαρχιακής διοικήσεως,
διέπονταν από αυτήν.
Ο αυτοκράτορας είχε τον έλεγχο των
οικονομικών υποθέσεων, επενέβαινε στον κρατικό μηχανισμό, διόριζε και απέλυε
υπαλλήλους, απένειμε τίτλους και αξιώματα, ως απόλυτος μονάρχης και ρυθμιστής
των πάντων. Κάθε
εξουσία νομοθετική, εκτελεστική και δικαιοδοτική, απόρρεε απ’ αυτόν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επιβαλλόταν να κινείται η αυτοκρατορική εξουσία και να
πραγματοποιείται η βούληση του αυτοκράτορα.
Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, η
κρατική οργάνωση, ως προέκταση της αυτοκρατορικής εξουσίας, επέφερε εξασθένιση
των κρατικών υπηρεσιών και των επί κεφαλής τους υπαλλήλων. Χωρίστηκαν οι
στρατιωτικές και πολιτικές αρμοδιότητες των ανώτατων αξιωματούχων. Χωρίστηκε, η
κεντρική από την περιφερειακή διοίκηση. Ανεξαρτητοποιήθηκαν οι κλάδοι της
κεντρικής διοικήσεως, έχοντας πλέον περιορισμένη και εξειδικευμένη δικαιοδοσία.
Αποδυναμώθηκε η σύγκλητος.
Μετέπειτα, όλος αυτός ο όγκος διοικητικών
κλάδων, προκάλεσε επικάλυψη αρμοδιοτήτων σ’ ένα δύσκαμπτο σύστημα, εκτεθειμένο
στην εξωτερική απειλή που απαιτούσε γρήγορη λήψη αποφάσεων. Αυτό οδήγησε στην
παύση της διάκρισης των εξουσιών και στη στρατικοποίηση της κρατικής διοίκησης.
Από τα τέλη του 11ουαι. κι
έπειτα, η θεματική διοίκηση παρήκμασε και αντικαταστάθηκε από μικρές τοπικές
διοικήσεις, μικρογραφίες των θεμάτων της πρώιμης περιόδου, με περιορισμένες
πλέον αρμοδιότητες.
Ο αυτοκράτωρ ως «νόμος έμψυχος» και
οι σχέσεις του με το Δίκαιο
«Το
κύρος του νόμου εξαρτάται από το κύρος του ηγεμόνα». Αυτό, σε συνδυασμό με την ηθική υποχρέωση του ανώτατου άρχοντα να υποτάσσεται
στην ιερότητα των νόμων και την επιταγή να προσαρμόζει την εξουσία του κατά μίμησιν του Θεού, ώστε να γίνεται
υπόδειγμα συμπεριφοράς, επέβαλε δεοντολογικούς φραγμούς για την περιφρούρηση
της ευνομίας.
Με την επικρατούσα αντίληψη «ό,τι
επιτάσσει ο αυτοκράτωρ έχει ισχύ νόμου», ο ηγεμών του βυζαντίου είχε το
δικαίωμα να εκδίδει, να τροποποιεί και να καταργεί νόμους. Επομένως, ως νομοθετική πηγή, ήταν κύριος του Δικαίου, ψηλότερα απ’ τους νόμους, αδέσμευτος από κείνους˙ η δεδομένη όμως υπεροχή του απέναντι σε αυτούς εμπλουτισμένη με τη χριστιανική
πραγματικότητα περί δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας, παρότι αντιφατικές
διαδικασίες, λειτούργησαν συνδυαστικά στη βυζαντινή επικράτεια.
Τα συστατικά της αυτοκρατορικής
εξουσίας και οι Εκλέκτορες
Η
πηγή της αυτοκρατορικής εξουσίας, υπήρξε διαρχική και αποτέλεσε ζωτικό νόμο της
αυτοκρατορίας. Παράλληλα με την άσκηση των καθηκόντων του αυτοκράτορα από το
ίδιο γεγονός της θείας μιμήσεως,
επέζησαν και οι ρωμαϊκές αντιλήψεις περί «αρίστου» ηγεμόνα, εκλεκτού του λαού
και μάλιστα του στρατευμένου λαού που θα αποκαθιστούσε τα παλαιά σύνορα του
ρωμαϊκού κράτους.
Σύμφωνα με τη αρχή της οικουμενικότητας
του Βυζαντίου, κάθε πόλεμος κατά της αυτοκρατορίας δήλωνε υπεξαίρεση κι ήταν
αθέμιτος, ενώ κάθε πόλεμος του Βυζαντίου, ως κληρονόμου της παγκόσμιας Ρώμης
και προστάτη του χριστιανισμού, εθεωρείτο, «δίκαιος».
Το πιστά καθορισμένο τυπικό για την
ανάδειξη του νέου αυτοκράτορα πραγματοποιούταν από δύο διαφορετικές
διαδικασίες: την αναγόρευση και τη στέψη. Δια την πρώτη, εκλέκτορες
αποτελούσαν, ο στρατός, η Σύγκλητος και ο λαός της Πόλης. Ενώ για τη
θρησκευτική επικύρωση της αυτοκρατορικής εξουσίας, η στέψη ως δεύτερη
διαδικασία, γινότανε από τον πατριάρχη, κάτι που, διαπιστώνεται για πρώτη φορά
στα μέσα του 5ου αι. και καθιστούσε τον αυτοκράτορα, τοποτηρητή του
Παντοδύναμου στη γη.
Η
στέψη, ως πράξη, δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο αυτοκρατορικής αναγορεύσεως καθώς
στερούταν των νομικών εκείνων συνεπειών κατοχύρωσης του αυτοκρατορικού τίτλου˙
όπως δεν αποτελούσε και η ύψωση του νεοεκλεγμένου αυτοκράτορα πάνω σε ασπίδα,
ωστόσο θύμιζε με συμβολικό τρόπο, τη στρατιωτική του προέλευση και αποστολή. Μοναδικό
συστατικό στοιχείο αναγόρευσης του αυτοκράτορα, αποτελούσαν οι επευφημίες των
τριών καθεστωτικών παραγόντων, της Συγκλήτου,
του στρατού και των δήμων. Η λαϊκή βούληση πραγματοποιούνταν είτε μαζί είτε χωριστά, καθώς η αναγόρευση,
υλικό απαραίτητο για τη νομιμοποίηση της αυτοκρατορικής ιδιότητας, ελάμβανε
χώρα οπουδήποτε: στο Παλάτι, στον Ιππόδρομο και σε περιπτώσεις επαναστάσεων, σε
οποιαδήποτε επαρχία ή στρατόπεδο. Σταδιακά όμως, η Σύγκλητος και ο δήμος, ως εκλέκτορες, αποδυναμώνονται από τον
7ο αι. κι έπειτα.
Πολιτικοί φορείς του βυζαντίου
Πέραν
των ηθικών και δεοντολογικών περιορισμών που προαναφέραμε, ή των φραγμών
γενικότερα, απέναντι στον συγκεντρωτικό και απολυταρχικό χαρακτήρα της
αυτοκρατορικής εξουσίας, η Σύγκλητος,
ο δήμος και ο στρατός, ήσαν αυτοί οι πολιτικοί φορείς που, είτε μαζί είτε
χωριστά, επηρέασαν ενεργά τις πολιτικές εξελίξεις και την οργάνωση της
οικονομίας στη βυζαντινή επικράτεια.
- Η Σύγκλητος
δε, από τα μέσα του 5ου αι. ως και τα τέλη του 7ου,
είχε καταστεί σημαντικός πολιτικός φορέας, με ενεργό ρόλο στην εκλογή του
νέου αυτοκράτορα και στην άσκηση δικαστικών καθηκόντων σε περιπτώσεις
αδικημάτων πολιτικού χαρακτήρα, εσχάτης προδοσίας κ.α. Ο ρόλος της, όμως, υποβαθμίζεται και περιορίζεται σταδιακά σε
συμβουλευτικό και τελετουργικό πλαίσιο, από τα τέλη του 7ου αι.
παρότι η ίδια διατηρείται μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας.
Ο
κύριος κορμός της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης, συγκροτήθηκε από τον Μέγα
Κωνσταντίνο από μέλη της ρωμαϊκής Συγκλήτου, ενώ περιλήφθησαν και οι
αυτοκρατορικοί υπάλληλοι των τριών ανώτερων τάξεων, οι illustres (=ένδοξοι), οι spectabiles (=περίβλεπτοι) και οι
clarissmi (=λαμπρότατοι).
Υπήρξαν
στιγμές όπου η Σύγκλητος της Πόλης δημιούργησε αυτοκράτορες, μα κι άλλες που,
είχε ρόλο μηδαμινό, δίχως πραγματική πολιτική σημασία ή δευτερεύουσα σημασία.
Εξάλλου, η σύγκλητος ήταν τόσο ισχυρότερη όσο σε πιο αδύναμη πολιτική θέση
βρισκόταν ο αυτοκράτορας, π.χ. στις συνταγματικές κρίσεις και σε αποφάσεις
απέναντι στο εξωτερικό. Έτσι, η τύχη της εξαρτιόταν απόλυτα από την τύχη της
δυναστείας. Από
τον Λέοντα Στ΄ δε, που με μια σειρά Νεαρών της αφαιρέθηκε κάθε αρμοδιότητα,
μετετράπη σ’ ένα απομεινάρι της παλαιάς ρωμαϊκής συγκλήτου. Ωστόσο, παρενέβαινε στο διορισμό αντιβασιλέα, ενώ σε κρίσιμες περιπτώσεις
μπορούσε να διορίζει στρατηγούς, να εμπλέκεται σε διαπραγματεύσεις στα πλαίσια
της εξωτερικής πολιτικής και να διαθέτει ακόμη ορισμένες, συνταγματικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες.
- Οι δήμοι
αναμείχθηκαν στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας και λειτούργησαν ως
ανασταλτικός παράγοντας απέναντι στην αυτοκρατορική απολυταρχία.
Αποτελούσαν οργανωμένες ομάδες της Κωνσταντινούπολης και άλλων μεγάλων
πόλεων κοσμικής προέλευσης με πολιτική ισχύ, που θεωρητικά αντιπροσώπευαν
το λαό έναντι της κεντρικής εξουσίας. Ο ρόλος τους εξασθενεί κατά τη διάρκεια του 7ουαι. ωστόσο, ο
λαός της Πόλης δεν έπαψε να επεμβαίνει στα πολιτικά δρώμενα της
αυτοκρατορίας.
Οι ομάδες
αυτές αρχικά φρόντιζαν για την οργάνωση αγώνων στον Ιππόδρομο. Έτσι, οι απαρχές
της πολιτικής κινητικότητας των μαζών συνδέεται και, αναδύεται παράλληλα με τα
λεγόμενα «κόμματα του Ιπποδρόμου» που «έφτιαχναν» ή καταργούσαν τον αυτοκράτορα˙ που δημόσια, επευφημούσαν ή
δυσφημούσαν τον ίδιο και τις αποφάσεις του. Επικρατέστεροι αντίπαλοι ήσαν οι Βενετοί (Κυανοί), προερχόμενοι από ένα στρώμα,
κοινωνικά εξαρτημένο από την «αριστοκρατία» και οι Πράσινοι που προέρχονταν από
τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού, από εμπόρους, βιοτέχνες κ.α. Οπαδοί των
Βενετών ήσαν παλατιανοί, προμηθευτές, υπηρέτες, που οικονομικώς, άμεσα
εξαρτημένοι από κείνους, δεν ημπορούσαν να δαγκώσουν το χέρι που τους τάιζε˙
ενώ, οπαδοί των Πρασίνων, ήσανε κυρίως εργάτες, τεχνίτες, μικροέμποροι ή και πρώην κρατικοί λειτουργοί και αξιωματούχοι, που χάνοντας τα αξιώματά των
και την επιρροή των στην αυλή, πέρασαν στο απέναντι «στρατόπεδο»,
αντιπολιτευόμενοι τα συνθήματα των Βενετών.
- Το στρατό
αντιπροσώπευαν οι αρχηγοί της ανακτορικής φρουράς που είτε σε συνεννόηση
με τη σύγκλητο και τους δήμους είτε μόνοι επέβαλαν τον
εκλεκτό τους, δημιουργώντας έτσι, τετελεσμένες καταστάσεις. Υπήρξε σημαντικός πολιτικός και πολιτειακός παράγοντας αρχικά με ρόλο
εκλέκτορα του αυτοκράτορα και έπειτα ως πηγή άξιων ανταπαιτητών του
βασιλικού θρόνου, δικαίωμα που αντλούσε από την παλαιά ρωμαϊκή παράδοση.
Ο κορμός της βυζαντινής κοινωνίας και
η σύσταση των τάξεων
Η
βυζαντινή κοινωνία διαρθρώθηκε ιδεατά, σε ανώτερη, μεσαία και κατώτερη τάξη. Η
περιουσιακή κατάσταση, η άσκηση ανώτατων λειτουργημάτων και η προσωπική αξία,
σε συνδυασμό και με την ευγενική καταγωγή, ήσαν εκείνα τα σημαντικά κριτήρια
για την ιεράρχησή της. Η κατάταξη των κριτηρίων αυτών στην υπερχιλιόχρονη ζωή
του Βυζαντίου και τα κύρια γνωρίσματα της «άρχουσας τάξης» εναλλάσσονταν,
εξασφαλίζοντάς της μακροημέρευση.
Η κοινωνική βάση της αυτοκρατορικής εξουσίας το 10ο
και 11ο αι, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο διευρυμένη,
λειτούργησε ως προστατευτική ασπίδα των ηγεμόνων της περιόδου, απέναντι στην
αποκεντρωτική τάση των δυνατών. Οι αυτοκράτορες, θεσπίζοντας σχετικά νομοθετικά
μέτρα, διασφάλιζαν τις πολιτικές και κοινωνικές εκείνες ισορροπίες που είχαν
χαθεί εξαιτίας δύο αιώνων ανταγωνισμού της κεντρικής εξουσίας με τις
κεντρόφυγες δυνάμεις των γαιοκτημόνων.
Η
σύσταση και διάταξη της ανώτερης βυζαντινής τάξης
περιελάμβανε στους κόλπους της, διάφορες μικρότερες ομάδες. Αναφέρουμε
ονομαστικά, τις τρεις κυριότερες:
- η τάξη των
συγκλητικών
- η στρατιωτική
αριστοκρατία
- η πολιτική
αριστοκρατία της Πόλης.
Αξιωματούχοι, ανώτατοι λειτουργοί της κεντρικής και
επαρχιακής διοίκησης, συγκλητικοί, μέλη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ηγούμενοι
των μονών και διοικητές ευαγών ιδρυμάτων, πλαισίωναν την ανώτερη τάξη του
βυζαντίου. Εάν
εξαιρέσουμε, την καταστολή που είχε υποστεί η πολιτική δύναμη της «αστικής»
τάξης από τις τάξεις των στρατηγών,ιδιαίτερες αντιπαραθέσεις και αντιπαλότητες, δεν παρατηρήθηκαν στο υπόλοιπο ηγετικό
φάσμα της κατηγορίας.
Όσον αφορά, την κυρίως διαφορά, ανάμεσα στη μεσαία
τάξη ή τη μετέπειτα συνειδητή μεσαία «αστική τάξη» αποτελούμενη από
εμπόρους και επιχειρηματίες, με τα κατώτερα
κοινωνικά στρώματα, το μέτρο της περιουσίας και της υπόληψης, υπήρξε το
βασικό κριτήριο.
Τέλος, η φτώχεια ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της κατώτερης
τάξης που στην πλειονότητά της, άνευ περιουσίας και σταθερής
απασχόλησης, άγγιζε τα όρια της εξαθλίωσης. Στην τάξη αυτή, ανήκαν και οι δούλοι.
Επίλογος
Ο
ενστερνισμός λαμπρών διδαγμάτων του αρχαίου ελληνικού κόσμου με επίκεντρο την
προστασία κάθε ελεύθερου πολίτη, λειτούργησε συνδυαστικά με τη επίγεια εικόνα του Παντοδύναμου, που είχε ο
αυτοκράτορας έναντι των βυζαντινών υπηκόων του· με αυτόν τον τρόπο ενήργησαν ως
φραγμοί, απέναντι στον συγκεντρωτικό και απολυταρχικό χαρακτήρα της αυτοκρατορικής
εξουσίας.
Το βυζαντινό «σύνταγμα» σε πολλά ήταν ατελές και η οργάνωσή του όχι πάντα ορθολογική. Παρουσίαζε ωστόσο
ένα πλεονέκτημα ύψιστο και ουσιωδέστατο: μπορούσε να λειτουργεί. Και
λειτούργησε πραγματικά, με όλες τις ατέλειές του, για χίλια και πλέον χρόνια.
© Δημήτρης Δικαίος
____________________________________________________
Βιβλιογραφία
- Ahrweiler-Γλύκατζη
Ε., «Γενική Εισαγωγή-Ελληνισμός και Βυζάντιο», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα
2000˙
- Beck H.G., Η Βυζαντινή Χιλιετία (μτφ. Δ. Κούρτοβικ),
εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000˙
- Γλύκατζη-Αρβελέρ Ε. Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009˙
- Καραγιαννόπουλος Ι., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη
1992˙
- Καραγιαννόπουλος Ι., Το βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001˙
- Κουτράκου Ν., «Ο βυζαντινός αυτοκράτορας», στο: Βυζάντιο. Ιστορία και πολιτισμός.
Ερευνητικά πορίσματα (επιμ. Τ. Λουγγής), τ. Α΄, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα
2014˙
- Πέννα Β., «Βυζαντινοί θεσμοί» στο Γάσπαρης Χ. και
άλλοι, Ελληνική Ιστορία, τ. Β΄:
Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999˙
- Πέννα Β., «Η βυζαντινή κοινωνία» στο: Γάσπαρης Χ. και άλλοι, Ελληνική Ιστορία, τ. Β΄: Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.